ηλακατήν

ηλακατήν
ἠλακατήν, -ῆνος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. τεράστιο ψάρι, θαλάσσιο κήτος, πιθ. τού είδους τών θύννων, κατάλληλο για ταρίχευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ηλακάτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἠλακάτην — ἠλακάτη distaff fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • πολύμοχθος — η, ο / πολύμοχθος, ον ΝΜΑ αυτός τον οποίο αποκτά κανείς με πολύ μόχθο, που απαιτεί πολύ μόχθο, επίμοχθος, επίπονος (α. «πολύμοχθες προσπάθειες», β. «πολύμοχθο επάγγελμα» γ. «πολύμοχθος Ἀρετὰ γένει βροτείῳ», Αριστοτ.) μσν. αρχ. αυτός που μοχθεί… …   Dictionary of Greek

  • στροφαλίζω — Α [στροφάλιγξ] 1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, τό στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα 2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • στρωφώ — άω, Α (ποιητ. και ιων. τ. ως θαμ. τ. τού ρ. στρέφω) 1. στρέφω συχνά ή στρέφω πολλές φορές, περιστρέφω συνεχώς («στρωφῶ ἠλακάτην» στρέφω διαρκώς το αδράχτι, κλώθω, Ομ. Οδ.) 2. μέσ. στρωφῶμαι, άομαι α) περιστρέφομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το… …   Dictionary of Greek

  • Ήριννα — (περ. 369 – 350 π.Χ.).Ποιήτρια από την Τήλο. Έγραψε σε ηλικία 19 ετών –λίγο πριν από τον θάνατό της– την Ηλακάτην (μικρό ποίημα σε δωρική διάλεκτο με πολλά αιολικά στοιχεία, με 300 εξάμετρους στίχους) για τον θάνατο της φίλης της, Βαυκίδας·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”